Λέξη: κλασματικός

Σχετικές λέξεις: κλασματικός

κλασματικός εκθέτης, κλασματικόσ αριθμόσ

Μεταφράσεις: κλασματικός

κλασματικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fractional, aliquot, aliquot of, a fractional

κλασματικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fraccionario, menudo, fraccionado, fraccionada, fraccional, fraccionaria

κλασματικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebrochen, fraktioniert, fraktionierte, Bruch, fraktionierten

κλασματικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insignifiant, bénin, fragmentaire, fractionnaire, infime, négligeable, petit, fractionnée, fraction, fractionnelle, fractionné

κλασματικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frazionario, frazionaria, frazionata, frazionale, Fractional

κλασματικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fracionário, fraccionada, fracionária, fracionada, fracional

κλασματικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, fractionele, gefractioneerde, fractiewaarde, fractioneel

κλασματικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
незначительный, дробный, частичный, фракционный, дробно, дробная, дробного

κλασματικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
brøk, fractional, fraksjonert, fraksjonell

κλασματικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fraktionerad, delprov, bråk, fraktionell, fraktions

κλασματικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
murto-, murto, jakeittain, jakotislauksesta

κλασματικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fraktioneret, relativ, fraktionerede, fraktionel, fraktioneringseluering

κλασματικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zanedbatelný, zlomkovitý, zlomkový, nepatrný, dílčí, frakční, částečných, odběrem dílčího, zlomkové

κλασματικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ułamkowy, frakcyjny, nieznaczny, ułamkową, frakcyjnej, ułamkowa

κλασματικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
törtalakú, töredékes, frakcionált, tört, relatív, frakcionális

κλασματικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kesirli, fraksiyonel, kısmi, kesir, fraksiyone

κλασματικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дробовий, дрібний, дріб, дробний

κλασματικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pjesshëm, pjesshëm, thyesor, frakcionale, fraksionale

κλασματικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дробен, фракционен, частичен, фракционна, фракционната

κλασματικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дробны, дробавы, быў мерны, мерны

κλασματικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
murdosaline, osaline, fraktsioneeriva, fraktsionaalse, fraktsioneerival, osavooproovi

κλασματικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
frakcioni, frakciona, frakcionalnih, frakcijskom, frakcijska

κλασματικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brotin, fractlonal

κλασματικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
frakcinis, akimirkinį, akimirkinis, trupmeninė, kai imama dalis

κλασματικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sīks, frakcionālais, frakcionēti, frakcionētu, frakcionālais frekvenču

κλασματικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фракционо, дробни, дробен, дробните, фракциона

κλασματικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fracționar, fracționată, fracționare, fracționară, fracțională

κλασματικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delno, delnim, z delnim, frakcionirne, Frakcijska

κλασματικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zlomkový, nepatrný, čiastkové, čiastková, po častiach, čiastkovej, čiastočné
Τυχαίες λέξεις