Dochować στα ελληνικά
Μετάφραση: dochować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασώζω, παραμένω, συντηρώ, διατηρώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Μεταφράσεις
- dochodzeniowy στα ελληνικά - ερευνών, διερεύνησης, ερευνητικές, ανακριτικές, ερευνητική
- dochodzić στα ελληνικά - υποστηρίζω, απεργία, έρχομαι, φτάνω, διεκδικώ, χτυπώ, αξίωση, ...
- dochód στα ελληνικά - γυρίζω, έσοδο, απολαβή, κέρδος, λήψη, εισόδημα, επιστροφή, ...
- dociekanie στα ελληνικά - διερεύνηση, εξέταση, σπουδές, διεργασία, μελέτη, γραφείο, έρευνα, ...
Τυχαίες λέξεις
Dochować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασώζω, παραμένω, συντηρώ, διατηρώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν
Μεταφράσεις: διασώζω, παραμένω, συντηρώ, διατηρώ, διατήρηση, τη διατήρηση, διαφύλαξη, διατηρήσουν, διατηρούν