Doczepka στα ελληνικά

Μετάφραση: doczepka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νταλίκα, κατάσχεση, σύνδεση, Συνημμένο, προσάρτησης, Προσαρτήματος
Doczepka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dociśnięcie στα ελληνικά - πάτημα, πιέζοντας, πατώντας, πίεση, το πάτημα
  • doczekać στα ελληνικά - εμμένω, περιμένω, περίμενε, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, wait
  • doczesność στα ελληνικά - κτήματα, χρονικότητα, χρονικότητας, προσωρινότητας, προσωρινότητα
  • doczesny στα ελληνικά - γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, ...
Τυχαίες λέξεις
Doczepka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νταλίκα, κατάσχεση, σύνδεση, Συνημμένο, προσάρτησης, Προσαρτήματος