Dodawać στα ελληνικά

Μετάφραση: dodawać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράξη, σύνολο, επισυνάπτω, δανείζω, προσθέτω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Dodawać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dodatnio στα ελληνικά - θετικώς, θετικά, θετική, θετικό
  • dodawanie στα ελληνικά - πρόσμειξη, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
  • dodawać-odejmować στα ελληνικά - add-, πρόσθετο, το πρόσθετο, πρόσθετα, πρόσθετη
  • dodać στα ελληνικά - βάζω, επωνυμία, τοποθετώ, πληροφορώ, τίτλος, πρόσφυμα, μεταβιβάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dodawać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράξη, σύνολο, επισυνάπτω, δανείζω, προσθέτω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε