Λέξη: κορυφή

Σχετικές λέξεις: κορυφή

κορυφή φροντιστήριο, κορυφή ρετζίκι, κορυφή χαριλάου, κορυφή ολύμπου, κορυφή των αλπεων, κορυφή «κανδύλι» του όρους πατέρας, κορυφή «κανδύλη», κορυφή κ2, κορυφή γκαμήλα, κορυφή ημαθίας

Συνώνυμα: κορυφή

πάνω, σκέπασμα, σβούρα, αποκορύφωμα, αιχμή, άκρο, κορυφογραμμή, λοφίο, οικόσημο, λειρί, κορωνίς, στέμμα, στεφάνι, διάδημα, κορώνα νόμισμα, ράχη, κορύφωση, ύψιστος βαθμός, ανώτατο σημείο, βαθμιαία αποκορύφωση, βελόνα, μυτερή άκρη, δείχτης, κορυφή τρίγωνου, κορυφή γωνίας, ομολογητής

Μεταφράσεις: κορυφή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peak, summit, vertex, top, apex, crest
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ápice, cumbre, pico, cúspide, cima, superficie, auge, apogeo, cresta, punta, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kopfende, anfang, führend, allerhöchste, blüte, ecke, höchstwert, beste, höhepunkt, scheitelpunkt, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
période, surface, pointe, excéder, crête, pic, supérieur, bouchon, sommité, chevet, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punta, culmine, apogeo, colmo, sommità, apice, cima, vertice, picco, vetta, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alto, cimo, pêssego, ponta, extremidade, cume, ápice, pico, dente, vértice, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
top, kruin, kroon, afknotten, spits, piek, tip, summum, toppunt, hoogtepunt, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ботва, зенит, острие, перепрыгнуть, крышка, покрывать, украшать, юла, наконечник, маковка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toppunkt, topp, spiss, toppen, øverste, øverst
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spets, höjd, topp, höjdpunkt, toppen, övre, översta, överst
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aallonharja, kärki, huippukohta, kruunata, riutua, huippu, laki, hyrrä, latva, ylittää, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
top, toppunkt, spids, højdepunkt, øverst, overflade, toppen, øverste, Blandt de mest aktive
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
víko, štít, vrcholný, vrchní, předčit, překonat, hrot, hřeben, vrchol, horní, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bąk, zabawka, góra, pik, wierzch, top, czubek, szczytowanie, wierzchołek, powierzchnia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zenit, csúcsérték, fejbúb, orom, legkülönb, maximum, felső, Top, tetején, tetejére, ...
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doruk, tepe, zirve, üst, RehberiEn iyi, En iyi, RehberiEn, en üst
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вертеп, завершувати, верх, провідний, вістрі, межа, слабшати, верховина, завершати, вершина, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çukë, majë, më i lartë, lartë, të lartë, top
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зенит, връх, лидер, горната, горния, отгоре
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
высокi, буда, топ
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tipp, tippkohtumine, ülemine, vurr, lagipunkt, top, ülemise, ülaosas, ülalt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vrhunac, gore, hvatište, vrhunske, slabiti, tjeme, vrhunski, vrh, top, na vrh, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efst, með hæstu, toppur, efstu, topp
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
promontorium, superficies, cacumen
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viršus, viršūnė, viršutinis, top, viršų, viršaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
augša, virsotne, tops, top, sastāvā, augstākā, augšējā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врвот, топ, горниот, првите, врвни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
culme, top, sus, de top, de sus, superior
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vrh, top, na vrh, zgoraj, vrhu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
temeno, vrchol, špička, summit, top, začiatok, Tip

Στατιστικά δημοτικότητας: κορυφή

Τυχαίες λέξεις