Λέξη: κορυφαίος
Σχετικές λέξεις: κορυφαίος
κορυφαίος τρόπος να καθαρίζεις τα δόντια σου, κορυφαίος ενδοκρινολόγος, κορυφαίος νευρολόγος, κορυφαίοσ ωρλ, κορυφαίος συνώνυμα, κορυφαίος αγωνιστής του ’21, κορυφαίοσ ουρολόγοσ, κορυφαίος στα αγγλικά, κορυφαίος έλληνας τραγουδιστής με όγκο στο κεφάλι, κορυφαίος γαστρεντερολόγος
Συνώνυμα: κορυφαίος
ημίψηλο, υψηλό καπέλλο
Μεταφράσεις: κορυφαίος
κορυφαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leading, top, a leading
κορυφαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
superior, top, parte superior, cima, tapa
κορυφαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
führende, vordere, führend, führung, vorderer, anführend, Top-, Spitze, Top, oben, obere
κορυφαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
directeur, notable, direction, dirigeante, éminent, frontal, remarquable, premier, principal, haut, top, sommet, supérieur, en haut
κορυφαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
top, superiore, cima, sopra, migliore
κορυφαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
topo, top, superior, início, parte superior
κορυφαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toonaangevend, toongevend, leidend, top, boven, bovenkant, bovenste, bovenaan
κορυφαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лидерство, руководство, выдающийся, авангардный, ведущий, руководящий, заведование, проводящий, путеводный, отвод, направляющий, передовой, наводящий, управление, топ, сверху, верхнего, верхняя
κορυφαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
topp, toppen, øverste, øverst
κορυφαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
topp, toppen, övre, översta, överst
κορυφαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärjessä, johto, johtava, johdossa, ylin, ylä-, toppi, yläosa, huippu
κορυφαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
top, toppen, øverste, øverst, Blandt de mest aktive
κορυφαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůdčí, čelný, přední, vynikající, významný, vedoucí, top, nahoru, horní, Vrcholna, nejvyšší
κορυφαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
paliw, pierwszoplanowy, wyprzedzający, główny, prowadzący, kierowniczy, ołowiowanie, przewodni, czołowy, wybitny, etylizowanie, top, górny, góra, szczyt, wierzchołek
κορυφαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ritkítás, példakép, ólmozás, odavezetés, parancsnoklás, víz-odavezetés, igazgatás, felső, Top, tetején, tetejére, elejére
κορυφαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üst, RehberiEn iyi, En iyi, RehberiEn, en üst
κορυφαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
флінтглас, топ, Платье, Футболка, Блуза, Туника
κορυφαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
më i lartë, majë, lartë, të lartë, top
κορυφαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
връх, лидер, горната, горния, отгоре
κορυφαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
топ
κορυφαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juhtiv, top, ülemise, ülaosas, ülemine, ülalt
κορυφαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodeća, vrh, top, na vrh, gornji, najviši
κορυφαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efst, með hæstu, toppur, efstu, topp
κορυφαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
viršus, viršutinis, top, viršų, viršaus
κορυφαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadība, tops, top, sastāvā, augstākā, augšējā
κορυφαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врвот, топ, горниот, првите, врвни
κορυφαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conducere, top, sus, de top, de sus, superior
κορυφαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
top, vrh, na vrh, zgoraj, vrhu
κορυφαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
top, začiatok, Tip
Στατιστικά δημοτικότητας: κορυφαίος
Τυχαίες λέξεις