Dopracowywać στα ελληνικά
Μετάφραση: dopracowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, τελειοποίηση, βελτιώσετε, βελτιώσετε την, περιορίσετε, βελτιώσει
Μεταφράσεις
- dopowiedzenie στα ελληνικά - παράθεση, απόθεση, εναπόθεση, εναπόθεσης, αποθέσεως
- dopracować στα ελληνικά - βελτιώνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κάνω, κατασκευάζω, ραφινάρω, τελειοποίηση, ...
- dopraszać στα ελληνικά - ζητιανεύω, παρακαλώ, ικετεύω, entreated, ικετεύσει, ικέτευε, ικεσία, ...
- doprawdy στα ελληνικά - πράγματι, αλήθεια, επίσης, πραγματικά, πολύ, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα
Τυχαίες λέξεις
Dopracowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, τελειοποίηση, βελτιώσετε, βελτιώσετε την, περιορίσετε, βελτιώσει
Μεταφράσεις: περίτεχνος, λεπτομερής, προσεγμένος, τελειοποίηση, βελτιώσετε, βελτιώσετε την, περιορίσετε, βελτιώσει