Λέξη: κυριαρχία

Σχετικές λέξεις: κυριαρχία

κυριαρχία ταινία, κυριαρχία 2014, κυριαρχία τζόνι ντεπ, κυριαρχία ετερότητα δικαιώματα, κυριαρχία johnny depp, κυριαρχία transcendence, κυριαρχία trailer, κυριαρχία movie, κυριαρχία imdb, κυριαρχία κριτική

Συνώνυμα: κυριαρχία

βασιλεία, εντολή, διοίκηση, προσταγή, διαταγή, ηγεσία, εξουσία, επικράτεια, υπεροχή, κυριότητα, ηγεμονία, εθνική κυριαρχία

Μεταφράσεις: κυριαρχία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
domain, sovereignty, dominion, supremacy, domination, reign
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
heredad, dominio, dominación, supremacía, soberanía, cetro, la soberanía, soberanía de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wissensgebiet, oberherrschaft, vorherrschaft, landeshoheit, herrschaft, provinz, domäne, unumschränkt, sphäre, bereich, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
quartier, empire, suppurer, supériorité, prépondérance, dominion, province, avantage, domaine, souveraineté, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
egemonia, primato, sovranità, dominio, la sovranità, della sovranità, alla sovranità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
províncias, esfera, província, território, soberania, a soberania, da soberania
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
territorium, grondgebied, territoir, gouw, dominion, bol, goed, sfeer, kloot, gewest, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
поместье, независимость, владычество, обладание, ветвь, верховенство, суверенитет, имение, гегемон, превосходство, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
herredømme, suverenitet, suvereniteten, suverenitets
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
suveränitet, välde, höghet, överhöghet, suveräniteten, självständighet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yliherruus, seutu, johtoasema, maakunta, territorio, herruus, maa-alue, lääni, hallinta, yksinvaltius, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
suverænitet, højhedsområde, suveræniteten, hoejhedsomraade
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nadvláda, doména, území, svrchovanost, oblast, panství, suverenita, vláda, převaha, obor, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
panowanie, władztwo, radziecki, dominium, dziedzina, domena, dominacja, zwierzchnictwo, przewaga, suwerenność, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
uralkodás, értéktartomány, szuverenitás, domínium, szuverenitását, szuverenitásának, szuverenitása, szuverenitást
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
küre, toprak, egemenlik, alan, il, egemenliği, egemenliğin, egemenliğinin, egemenliğine
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
володарювання, маєток, владу, галузь, володарство, владицтво, перевага, сфера, область, домен, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sovraniteti, sovranitet, sovranitetin, sovranitetit, sovraniteti i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
владения, суверенитет, суверенитета, суверенитета на, независимост
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суверэнітэт, сувэрэнітэт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsusala, üleolek, iseseisvus, haldusala, dominioon, määramispiirkond, suveräänsus, valdus, ülevõim, suveräänsete õiguste, ...
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
domena, državnost, nadmoć, područje, ekvivalencija, oblast, imanje, nezavisnost, vlast, suverenost, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullveldi, Mikilleiki, á fullveldi, mikilleika, fullveldi yfir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
principatus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rajonas, suverenitetas, plotas, suverenumas, suverenitetą, suvereniteto, suverenumą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apgabals, sfēra, teritorija, rajons, suverenitāte, suverenitāti, suverenitātes, suverenitātei, suverenitātē
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
суверенитет, суверенитетот, сувереноста, сувереност, суверенитетот на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suveranitate, sferă, cartier, supremaţie, suveranitatea, suveranității, suveranitatii, de suveranitate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
doména, sféra, področje, obor, oblast, nadvláda, suverenost, suverenosti, prenosu suverenosti, suverenostjo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sféra, doména, nadvláda, suverenita, obor, zvrchovanosť, suverenitu, zvrchovanosti, suverenity

Στατιστικά δημοτικότητας: κυριαρχία

Τυχαίες λέξεις