Λέξη: κυριαρχώ
Σχετικές λέξεις: κυριαρχώ
κυριαρχώ στα αγγλικά, κυριαρχώ translate, κυριαρχώ in english, κυριαρχώ συνώνυμο, κυριαρχώ συνώνυμα, κυριαρχια συνώνυμο
Συνώνυμα: κυριαρχώ
επικρατώ, υπερισχύω, κατακυριεύω, υπερέχω, κατανικώ
Μεταφράσεις: κυριαρχώ
κυριαρχώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dominate, overmaster, predominate, prevail
κυριαρχώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dominar, preponderar, gobernar, predominar, overmaster, Subyugar
κυριαρχώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dominieren, überwiegen, vorherrschen, overmaster, überwältigen
κυριαρχώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prévaloir, prédominer, dominent, dominer, commander, régner, maîtriser, gouverner, dominons, dominez, Overmaster
κυριαρχώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dominare, Overmaster
κυριαρχώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dominar, domiciliar, avassalar, subjugar, Overmaster
κυριαρχώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overweldigen, Overmaster
κυριαρχώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возвышаться, главенствовать, властвовать, доминировать, господствовать, подавлять, сдерживать, поглощать, преобладать, овладевать, Подчинитель
κυριαρχώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dominere, overmaster
κυριαρχώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dominera, ÖVERMANNA
κυριαρχώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alistaa, dominoida, hallita, overmaster
κυριαρχώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overmaster
κυριαρχώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
převládat, vévodit, panovat, vládnout, ovládat, dominovat, přemoci
κυριαρχώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
panować, górować, dominować, przeważać, zdominować, overmaster
κυριαρχώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hatalmába kerít
κυριαρχώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hakkından gelmek
κυριαρχώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
здержувати, придушувати, домінувати, стримувати, Подчінітель
κυριαρχώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sundoj, mposht, kapërcej
κυριαρχώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
побеждавам, преодолявам, овладявам, подчинявам
κυριαρχώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Подчинитель
κυριαρχώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valitsema, domineerima, vallutama, alistama, täielikult haarama, endale allutama, allutama
κυριαρχώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dominirati, gospodariti, dominantan, pobijediti, zagospodariti, ovladati, savladati, pokoriti
κυριαρχώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
overmaster
κυριαρχώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užvaldyti, Paklūsta, pajungti sau, Paklūsta mane
κυριαρχώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
overmaster
κυριαρχώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
overmaster
κυριαρχώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subjuga, învinge
κυριαρχώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Obvladati
κυριαρχώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ovládať, ovládanie, ovláda, riadiť, ovládat