Dopuszczalny στα ελληνικά
Μετάφραση: dopuszczalny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεκτός, αποδεκτός, επιτρεπτός, παραδεκτή, παραδεκτές, αποδεκτή, παραδεκτό, αποδεκτές
Μεταφράσεις
- dopust στα ελληνικά - επίσκεψη, επιθεώρηση, μαστίζω, πληγή, επίσκεψης, επισκεψιμότητας, επισκέψεων, ...
- dopuszczalność στα ελληνικά - επιτρεπτό, νομιμότητα, επιτρεπτού, παραδεκτό, θεμιτό
- dopuszczać στα ελληνικά - εισάγω, κάνω, διαπράττω, αφήνω, επιτρέπω, παραδέχομαι, ενοικιάζομαι, ...
- dopuszczenie στα ελληνικά - δημοσιεύω, εκκρίνω, είσοδος, κυκλοφορώ, ομολογία, παραδοχή, εισδοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Dopuszczalny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεκτός, αποδεκτός, επιτρεπτός, παραδεκτή, παραδεκτές, αποδεκτή, παραδεκτό, αποδεκτές
Μεταφράσεις: δεκτός, αποδεκτός, επιτρεπτός, παραδεκτή, παραδεκτές, αποδεκτή, παραδεκτό, αποδεκτές