Dostęp στα ελληνικά
Μετάφραση: dostęp, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένταξη, απόκτημα, προσπέλαση, προσχώρηση, είσοδος, ομολογία, πρόσβαση, πλησιάζω, προσέγγιση, άνοδος, προσεγγίζω, παραδοχή, μέθοδος, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostukać στα ελληνικά - κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, ...
- dostąpić στα ελληνικά - προσέγγιση, μέθοδος, προσεγγίζω, πλησιάζω, αποκτήσουν, την απόκτηση, αποκτήσετε, ...
- dostępnie στα ελληνικά - προσιτός, προσπελάσιμος, προσβάσιμο, προσβάσιμα, προσβάσιμη
- dostępność στα ελληνικά - ορατότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Dostęp στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένταξη, απόκτημα, προσπέλαση, προσχώρηση, είσοδος, ομολογία, πρόσβαση, πλησιάζω, προσέγγιση, άνοδος, προσεγγίζω, παραδοχή, μέθοδος, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Μεταφράσεις: ένταξη, απόκτημα, προσπέλαση, προσχώρηση, είσοδος, ομολογία, πρόσβαση, πλησιάζω, προσέγγιση, άνοδος, προσεγγίζω, παραδοχή, μέθοδος, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση