Λέξη: λακκάκι

Σχετικές λέξεις: λακκάκι

λακκάκι στο πηγούνι

Μεταφράσεις: λακκάκι

λακκάκι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dimple, dimpled

λακκάκι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hoyuelo, hoyuelos, depresión, de hoyuelos, dimple

λακκάκι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
grübchen, Grübchen, Vertiefung, Grübchens, Vertiefungs, Dimple

λακκάκι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
friser, fossette, dimple, bossage, alvéole, alvéoles

λακκάκι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fossetta, dimple, fossette, della fossetta, alveolare

λακκάκι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
covinha, ondulação, dimple, da ondulação, covinhas

λακκάκι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuiltje, dimple, indeuking, putje, kuiltjes

λακκάκι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ямочка, рябь, углубление, вмятина, вмятина и, ямочки

λακκάκι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smilehull, fordypningen, fordypning, Dimple, smile

λακκάκι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
grop, dimple, fördjupningen, försänkning

λακκάκι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hymykuoppa, kuoppa, dimple, kuopan, kohouman

λακκάκι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smilehul, dimple, fordybning, forsænkning, fordybningen

λακκάκι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dolíček, jamka, důlek, Dimple, a Dimple, prohlubeň

λακκάκι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dołek, wgłębienie, dołek na policzku, kółko na wodzie, Dimple, wgłębieniami

λακκάκι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
grüberli, gödröcske, gödröcske arcon, gödröcskét, mélyedés, horpadás

λακκάκι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gamze, dimple, çukur, dimple'ait, gamzen

λακκάκι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ямочка, ямка

λακκάκι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gropësirë, gropkë, gropëz

λακκάκι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смачка, трапчинка, падина, вълничка, набраздена, с набраздена

λακκάκι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ямачкі, ямачка

λακκάκι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
naeratama, põselohk, lohk, lohuke, komplikatsioone, kuopanteita jhk, lohu

λακκάκι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rupica, jamica, udubina, malo ulegnuće, ulegnuće

λακκάκι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dimple

λακκάκι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bangelė, duobutė, raibuliuoti, Savilkties skylutės, Ieplaka

λακκάκι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bedrīte, porainais, iedobums, savilkties bedrītēs, ieplaka

λακκάκι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
падина

λακκάκι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gropiță, gropițe în obraji, încreți, face gropițe în obraji, avea gropițe în obraji

λακκάκι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jamica, jamico, valovita

λακκάκι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jamku, dierku, jamka, priehlbinu, priehlbina
Τυχαίες λέξεις