Λέξη: λακωνικός

Σχετικές λέξεις: λακωνικός

λακωνικός είναι αυτός που, λακωνικός άνθρωπος, λακωνικός ορισμος, λακωνικός τύπος αγγελιες, λακωνικός λόγος, λακωνικόσ λαγωνικόσ, λακωνικός νεα, λακωνικός τύπος, λακωνικόσ τι σημαίνει, λακωνικός κόλπος

Συνώνυμα: λακωνικός

σύντομος, συνοπτικός, μεστός, περιεκτικός, περιληπτικός, ολιγόλογος

Μεταφράσεις: λακωνικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
terse, laconic, concise, Lakonikos, Laconian, succinct
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lacónico, conciso, lacónica, laconismo, lacónicos, lacónicas
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gedrängt, lakonisch, lakonischen, lakonische, lakonischer, laconic
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concis, court, laconique, lapidaire, laconiques, laconisme, laconiquement
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
laconico, laconica, laconic, laconici, laconiche
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
terrorista, lapidar, lacônico, lacônica, lacónico, lacónica, laconic
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lakoniek, laconieke, laconiek, laconic, beknopt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
немногословный, краткий, односложный, лапидарный, сжатый, лаконичный, лаконичен, лаконичным, лаконичны, лаконичная
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kort, lakonisk, laconic, lakoniske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lakoniska, lakoniskt, lakonisk, kortfattade, kortfattat
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kompakti, lyhyt, tyly, suppea, lakoninen, lyhytsanainen, lakonisesti, lakonisen, laconic
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lakoniske, lakonisk, kortfattede, kortfattet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lapidární, jadrný, strohý, lakonický, lakonická, lakonicky, stručné, lakonické
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lakoniczny, lapidarny, zwięzły, lakoniczne, lakoniczna, laconic, lakonicznie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lakonikus, szűkszavú, szűkszavúak, tömör, szűkszavúan
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özlü, laconic, kısa ve öz, veciz, ve öz
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стиснений, небагатослівний, уламок, стислий, короткий, лаконічний, лаконічну, лаконічна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lakonik, lakonike, përmbledhur, i përmbledhur, fjalëpakë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лаконичен, лаконична, лаконично, лаконични, лаконичното
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лаканічны, кароткі, лаканічная, лаканічнае, ляканічны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
napisõnaline, lakooniline, lakoonilise, lakoonilised, napisõnalise, lakooniliste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sažet, slikovit, lakonski, kratak, jezgrovit, šutljiv
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fáorður
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lakoniškas, lakoniška, lakoniški, lakoniškai, trumpos
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lakonisks, lakoniski, lakoniska, lakoniskā, lakonisku
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лаконскиот, лаконска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
laconic, laconică, laconice, succintă, laconicul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lakoničen, lakonično, jedrnati, jedrnata, Lakonski
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jadrný, lakonicky, lakonický
Τυχαίες λέξεις