Dostarczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: dostarczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήθεια, προμηθεύω, προνοώ, παροχή, υποβάλλω, υποτάσσομαι, χορήγηση, παραδίδομαι, υποστηρίζω, εκφωνώ, εφοδιάζω, παρέχω, συνεισφέρω, παραδίδω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dostarczenie στα ελληνικά - διανομή, παράδοση, παράδοσης, παροχής, παροχή
- dostarczyciel στα ελληνικά - πηγή, τροφοδότης, furnisher
- dostatecznie στα ελληνικά - αναβλύζω, λοιπόν, πηγάδι, καλά, αρκετά, αρκετό, αρκετή, ...
- dostateczność στα ελληνικά - επάρκεια, επάρκειας, την επάρκεια, αυτάρκεια, αυτάρκειας
Τυχαίες λέξεις
Dostarczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήθεια, προμηθεύω, προνοώ, παροχή, υποβάλλω, υποτάσσομαι, χορήγηση, παραδίδομαι, υποστηρίζω, εκφωνώ, εφοδιάζω, παρέχω, συνεισφέρω, παραδίδω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει
Μεταφράσεις: προμήθεια, προμηθεύω, προνοώ, παροχή, υποβάλλω, υποτάσσομαι, χορήγηση, παραδίδομαι, υποστηρίζω, εκφωνώ, εφοδιάζω, παρέχω, συνεισφέρω, παραδίδω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει