Λέξη: στασιασμός
Μεταφράσεις: στασιασμός
στασιασμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sedition, rebellion
στασιασμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sedición, la sedición, de sedición, sedicion
στασιασμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhetzung, aufruhr, aufwiegelung, Aufruhr, Aufwiegelung, Volksverhetzung, Aufruhrs, sedition
στασιασμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rébellion, sédition, la sédition, de sédition, séditions, séditieux
στασιασμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sedizione, la sedizione, sedizioni, di sedizione
στασιασμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sedição, a sedição, rebelião, de sedição, sedition
στασιασμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opruiing, oproer, opstand, tweedracht
στασιασμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подстрекательство, крамола, крамолы, крамолу, мятеж, крамолой
στασιασμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
oppvigleri, opprør, opprørsånden, drive med oppvigleri, sedition
στασιασμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sedition, uppvigling, uppror, upproriskhet, upprors
στασιασμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapinahenki, kansankiihotus, kapinasta, kansankiihotusta, kansankiihotuksesta, kapinan
στασιασμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilskyndelse til oprør, oprør, opstand, Opstande
στασιασμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzpoura, pobuřování, Sedition, protistátní činnost, štvaní
στασιασμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rokosz, bunt, podburzanie, rozruchy, sedition, podburzania do niepokojów społecznych
στασιασμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zendülés, lázadás, lázadásért, zendülést, a zendülést
στασιασμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
isyana teşvik, fitne, sedition, tahrik, isyan
στασιασμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підбурювання, крамола, крамолу
στασιασμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryengritje, rebelimi, rebelim
στασιασμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
размирици, размирица, противодържавна дейност, бунт, противодържавна
στασιασμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крамола
στασιασμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mässumeelsus, mäss, mässule õhutamist, mässu, mässamise
στασιασμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavođenje, pobuna, propaganda, pobune
στασιασμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sedition, uppreisn gegn ríkinu
στασιασμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstymas maištauti, vaidai, Sedition, Bunt, antivyriausybinė agitacija
στασιασμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
musināšana, dumpis
στασιασμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
буни, задуши, предизвикува буни
στασιασμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răscoală, răzvrătire, revoltă, sedițiune, rebeliune
στασιασμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vstaje snovali, Pobuna
στασιασμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poburovanie, poburovania, poburovaniu
Τυχαίες λέξεις