Λέξη: διαλαλώ

Σχετικές λέξεις: διαλαλώ

διαλαλώ συνώνυμα

Συνώνυμα: διαλαλώ

κλαίω, κραυγάζω, φωνάζω, ηχώ, ουρλιάζω

Μεταφράσεις: διαλαλώ

διαλαλώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proclaim, blare, cry

διαλαλώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
promulgar, denunciar, pregonar, estruendo, fragor, blare, estrépito, estridencia

διαλαλώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verherrlichen, Schmettern, blare, lärm, plärren, Geschmetter

διαλαλώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dénoncer, proclamer, proclamons, annoncer, proclament, proclamez, vacarme, flonflons, blare, tintamarre, beuglement

διαλαλώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
squillo, squilli, blare, frastuono, chiasso

διαλαλώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proclame, procissão, proclamar, apregoar, retumbar, blare, clangor, toque de trombeta, retinir

διαλαλώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afkondigen, proclameren, uitvaardigen, schallen, geschetter, blare, loeien, schetteren

διαλαλώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оглашать, возгласить, декларировать, провозглашать, говорить, объявлять, прокламировать, свидетельствовать, возвещать, запрещать, провозгласить, возглашать, осуждать, опубликовывать, рев

διαλαλώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bekjentgjøre, blare

διαλαλώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utropa, skrälla, blare, smattrar

διαλαλώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mainostaa, vahvistaa, julistaa, ilmoittaa, esittää, toitottaa, raikuna, törähtely, pauhata, blare

διαλαλώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gjalde, blare, larmer

διαλαλώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provolat, hlásat, prohlásit, rozhlásit, prozrazovat, vyhlásit, ječet, troubit, lomoz, ječení, Blare

διαλαλώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obwieszczać, proklamować, ogłaszać, zakazywać, trąbić, obwieścić, grzmieć, blare, wydzierać się, trąbienie

διαλαλώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harsog, trombitaszó, trombitahang, harsogás, trombitál

διαλαλώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boru sesi, blare, boru sesi çıkarmak, bangır bangır çalmak, boru gibi ses

διαλαλώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
процесори, рев, ревіння, ревище

διαλαλώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjëmim, bie borisë

διαλαλώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свиря, яркост на цветовете, тръбя, шумно свирене

διαλαλώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
роў, рык, румз, крык, выццё

διαλαλώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pasundama, pasundus, Pauhata, Broneering, pasundamisega

διαλαλώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trubiti, jek, razglasiti, jeka, treštati

διαλαλώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blare

διαλαλώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trimituoti, trimitavimas, Wydzierać, Trąbić, Trąbienie

διαλαλώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skaļi taurēt, skaņas taures

διαλαλώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крик, свири

διαλαλώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sunet de trompetă, suna, trâmbița, anunța zgomotos, proclamare zgomotoasă

διαλαλώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Trubiti

διαλαλώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
jačať, kričať
Τυχαίες λέξεις