Dotrwać στα ελληνικά
Μετάφραση: dotrwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιζώ, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dotknąć στα ελληνικά - πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
- dotować στα ελληνικά - επιδοτώ, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδότηση, επιδοτήσουν, επιδοτεί
- dotrzeć στα ελληνικά - παίρνω, φτάνω, αποκτώ, φθάσουν, φθάσει, φτάσουν, φτάσει, ...
- dotrzymać στα ελληνικά - κατακρατώ, κρατώ, εξακολουθώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Dotrwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιζώ, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Μεταφράσεις: επιζώ, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο