Dowód στα ελληνικά
Μετάφραση: dowód, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίσκος, μαρτυρία, επιχείρημα, έκκληση, λογομαχία, στοιχεία, ρεκόρ, απόδειξη, αποδείξεις, καταγράφω, διαβεβαίωση, ηχογραφώ, υπεράσπιση, διαφωνία, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, την απόδειξη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dowozić στα ελληνικά - συνεπαίρνω, μεταφέρω, μεταφορά, φορτηγά, οχήματα μεταφορών, Ελλάδα Φορτηγά, οδικών μεταφορών, ...
- dowołać στα ελληνικά - τηλεφωνώ, κλήση
- dowódca στα ελληνικά - καπετάνιος, διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
- dowódczy στα ελληνικά - διοικών, επιβλητική, διοικητής, διοικητή, διοικούσε
Τυχαίες λέξεις
Dowód στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίσκος, μαρτυρία, επιχείρημα, έκκληση, λογομαχία, στοιχεία, ρεκόρ, απόδειξη, αποδείξεις, καταγράφω, διαβεβαίωση, ηχογραφώ, υπεράσπιση, διαφωνία, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, την απόδειξη
Μεταφράσεις: δίσκος, μαρτυρία, επιχείρημα, έκκληση, λογομαχία, στοιχεία, ρεκόρ, απόδειξη, αποδείξεις, καταγράφω, διαβεβαίωση, ηχογραφώ, υπεράσπιση, διαφωνία, πειστήριο, απόδειξης, αποδείξεως, την απόδειξη