Λέξη: ιδιοκτησία

Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία

ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία για τους ανθρώπους, ιδιοκτησία καπε, ιδιοκτησία συνώνυμα, ιδιοκτησία δασών, ιδιοκτησία ρεμάτων, πνευματική ιδιοκτησία

Συνώνυμα: ιδιοκτησία

ιδιότητα, περιουσία, ιδιότης, κυριότης, κυριότητα

Μεταφράσεις: ιδιοκτησία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ownership, property, the property, owned, ownership of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
posesión, pertenencia, propiedad, la propiedad, inmuebles, inmueble, bienes
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigentum, eigentumsrecht, besitz, Immobilien, Eigenschaft, Eigentum, Haus, Objekt
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propriété, possession, biens, établissement, la propriété, des biens
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proprietà, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possessão, posse, proprietário, dono, propriedade, imóvel, propriedades, de propriedade, bens
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezit, eigendom, vermogen, eigendomsrecht, bezitting, eigenschap, goed
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собственность, обладание, владение, свойство, недвижимость, недвижимости, собственности
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eierskap, eiendom, besittelse, eiendommen, hotellet, egenskapen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besittning, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hallinta, hallussapito, omistus, omaisuus, kiinteistö, omaisuuden, omaisuutta, hotellissa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ejendom, hotel, ejendomme, ejendommen, egenskab
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlastnictví, majetnictví, nemovitost, majetek, vlastnost, hotelu ve
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
własność, posiadanie, nieruchomość, właściwość, majątek, mienie
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tulajdonjog, tulajdon, ingatlan, tulajdonság, tulajdonjogok, ingatlanok
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mal, özellik, mülkiyet, özelliği, Gayrimenkul, emlak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
власність, володіння, властивість, якість
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronë, pronës, prona, të pronës, e pronës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
собственост, имот, имущество, на имота, имота
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўласцівасць, уласцівасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omandus, kinnisvara, vara, omandi, pakkumisega, majutuskoht
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vlasništvu, vlasništvo, svojstvo, imovina, Objekt, nekretnina
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eign, hóteli, hóteli í, hótelinu, gististaður
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
proprietas
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turtas, nuosavybė, objekto, turto, nuosavybės
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašums, īpašuma, iestādē, īpašumu, nekustamā īpašuma
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сопственост, имот, имотот, на имот, на имотот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proprietate, proprietatea, proprietății, de proprietate, hotel
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nepremičnine, nepremičnina, lastnina, lastnost, premoženje
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nehnuteľnosť, nehnuteľnosti

Στατιστικά δημοτικότητας: ιδιοκτησία

Τυχαίες λέξεις