Dowiedzieć στα ελληνικά
Μετάφραση: dowiedzieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκτώ, παίρνω, ακούω, ξέρω, γνωρίζω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dowcipny στα ελληνικά - σπιρτόζος, πνευματώδης, ευτράπελος, αστείος, ευφυής, πνευματώδη, πνευματώδεις, ...
- dowiadywać στα ελληνικά - ερωτώ, ανεύρεση, ερευνώ, βρίσκω, εύρημα, ενημερωθείτε, ρωτήσετε, ...
- dowierzać στα ελληνικά - εμπιστοσύνη, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
- dowierzchnia στα ελληνικά - φρύδι, μετώπη, σωλήνα ανύψωσης, ανερχόμενου αυλού, κατακόρυφου αγωγού, riser
Τυχαίες λέξεις
Dowiedzieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκτώ, παίρνω, ακούω, ξέρω, γνωρίζω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
Μεταφράσεις: αποκτώ, παίρνω, ακούω, ξέρω, γνωρίζω, μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει