Λέξη: σχετίζομαι

Σχετικές λέξεις: σχετίζομαι

σχετίζομαι συνώνυμο

Συνώνυμα: σχετίζομαι

αναφέρω, διηγούμαι, σχετίζω, ιστορώ, συγγενεύω

Μεταφράσεις: σχετίζομαι

σχετίζομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
appertain, relate, I relate

σχετίζομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
relacionar, relacionarse, referirse, refieren, se refieren

σχετίζομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erzählen, beziehen, betreffen, beziehen sich, Beziehung

σχετίζομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appartenir, rapporter, porter, concernent, relier, concerner

σχετίζομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riferirsi, raccontare, riferire, riguardare, riferiscono

σχετίζομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
relacionar-se, relatar, referir, relacionar, relacionam

σχετίζομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertellen, betrekking, betrekking hebben, hebben betrekking, verband

σχετίζομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принадлежать, касаться, относиться, относятся, связаны, касаются, относится

σχετίζομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forholder, relatere, forholde seg, forholde, relaterer

σχετίζομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
relatera, relaterar, avser, avse, rör

σχετίζομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omata, kuulua, liittyvät, koskevat, koskea, liittyä, liittyy

σχετίζομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vedrører, relatere, relaterer, vedrøre, forholde

σχετίζομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příslušet, patřit, přináležet, náležet, vztahovat, týkají, vztahují, se týkají, se vztahují

σχετίζομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
należeć, odnosić, odnosić się, powiązać, odnieść, dotyczą, odnoszą

σχετίζομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapcsolódnak, vonatkoznak, kapcsolódik, kapcsolatosak, vonatkozhat

σχετίζομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ilgili, ilgilidir, ilişkili, ilişki, ile ilgilidir

σχετίζομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стосуватися, належте, ставитися, відноситися, ставитись, належати, відноситись

σχετίζομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidhen, kanë të bëjnë, bëjnë, të lidhen, të bëjnë

σχετίζομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
принадлежаща, отнасят, се отнасят, свързани, отнася, са свързани

σχετίζομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ставіцца, адносіцца

σχετίζομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seotud, on seotud, puudutavad, käsitlevad, seonduvad

σχετίζομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povezati, odnose, odnose se, odnosi, se odnose

σχετίζομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tengjast, tengist, varða, tengja, að tengjast

σχετίζομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susieti, susiję, susijusios, yra susiję, susiję su

σχετίζομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
attiekties, attiecas, jāattiecas, saistīti, saistītas

σχετίζομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
се однесуваат, однесуваат, да се однесуваат, се однесува, поврзани

σχετίζομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raporta, referă, se referă, privesc, sunt legate

σχετίζομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nanašajo, se nanašajo, nanašati, nanaša, povezane

σχετίζομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzťahovať, uplatňovať, týkať, podliehať, platiť
Τυχαίες λέξεις