Dryfować στα ελληνικά

Μετάφραση: dryfować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιπλέω, φελλός, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
Dryfować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dryfkotwa στα ελληνικά - drogue, αλεξιπτώτου, πιλότου, πλωτή
  • dryfowanie στα ελληνικά - ολισθήματα, μετατοπίσεις, εκτροπές, παρασύρει, παρασύρει το
  • dryft στα ελληνικά - τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
  • dryfter στα ελληνικά - άσκοπα περιφερόμενος, Drifter, ανεμότρατα, άσκοπα, εξορυκτών
Τυχαίες λέξεις
Dryfować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιπλέω, φελλός, τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση