Λέξη: μαδώ

Συνώνυμα: μαδώ

προβάλλω τα πτερά, τριχορροώ, πτερορρέω, προβάλλω τις τρίχες, κόβω, τραβώ, αποσπώ, απεκδύω, εκδύομαι, εκλεπίζω, στραγγίζω το μάστο αγελάδας, απογυμνώ

Μεταφράσεις: μαδώ

μαδώ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pluck, moult, clean out, molt

μαδώ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tirón, desplumar, muda, la muda, de muda, muda de, moult

μαδώ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haarwechsel, mauser, pflücken, sammeln, mut, häutung, Mauser, Häutung, moult, Mauserung, mausern

μαδώ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hardiesse, ramasser, courage, saccade, rassembler, secousse, saccader, cran*, extraire, houspiller, épiler, plumer, tirailler, arracher, cueillir, extirper, mue, la mue, moult, muer, muent

μαδώ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coraggio, spiccare, muda, muta, moult, la muta, di muta

μαδώ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arar, molde, colher, arado, arranque, mudar, perder as penas, muda, moult, molt, a muda

μαδώ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afbreken, afrukken, plukken, ruien, vervelling, vervellen, rui, de rui

μαδώ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
струна, мужество, облезать, нащипать, оборвать, ощипать, ливер, вылинять, ощипывать, смелость, набираться, потроха, выщипать, общипывать, отвага, линять, линька, линьки, линькой, линьке

μαδώ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nappe, moult, Røytingen, Myting, myter

μαδώ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ruggning, rugga, ruggningen, ruggar

μαδώ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sisu, yliveloittaa, kiskoa, kyniä, nyppiä, sulkasato, karvanlähtö, nahanluonti, sulkasadon, olla karvanlähtö

μαδώ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plukke, fældning, moult, fælder, fældeperioden

μαδώ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vytrhávat, pelichat, utrhat, línat, vytrhnout, utrhnout, odvaha, sbírat, trhat, trhnutí, oškubat, škubat, trhnout, vytrhat, cloumat, odvážnost, ztrácet, Moult

μαδώ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skubać, wylinieć, zebrać, ciągnąć, rwać, zrywać, odwaga, uderzać, pierzyć, linieć, wyrywać, junactwo, szarpnięcie, szarpać, oskubać, oberwać, ronić, wylenienie, wylenieć, lenieć, pierzenie się

μαδώ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vedlés, vedlést, vedlése, vedlenek, a vedlés

μαδώ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tüy dökme, tüy dökücü, de tüy dökücü, Tüy dökümü, deri değiştirme

μαδώ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виверт, запліснявілий, справа, діло, пліснявий, справу, линька, линяння, лінька, лина, линьки

μαδώ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vjel, këput, ndërrim i puplave, ndërroj puplat

μαδώ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сменяне на перата, линеене, сменям си перата

μαδώ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лінька

μαδώ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
söakus, rupskid, kõlks, sikutama, karva ajama, sulgima, karvavahetus, karvavahetust, karvavahetuse

μαδώ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
drob, kidati, iznutrice, brati, utroba, prebirati, mitariti, linjanje, olinjati, linja, linjati se

μαδώ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
moult

μαδώ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šėrimasis, nertis, Pierzyć, Mest plunksnos

μαδώ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mest spalvas, Moult

μαδώ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
moult

μαδώ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
năpârli, naparlire, năpârlire, tipare, moult

μαδώ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Mitariti, Moult

μαδώ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
droby, strácať, stratiť
Τυχαίες λέξεις