Λέξη: μαζί

Σχετικές λέξεις: μαζί

μαζί για το παιδί, μαζί τα φάγαμε, μαζί στην εκκίνηση, μαζί θα τους φάμε, μαζί σου, μαζί για τη λευκάδα μας, μαζί για την πόλη μας, μαζί για τον βύρωνα, μαζί να τα φάμε, μαζί για τη ζάκυνθο, ευτυχισμένοι μαζί, ευτυχισμενοι μαζί

Συνώνυμα: μαζί

ομού, αντάμα

Μεταφράσεις: μαζί

μαζί στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
with, together, along

μαζί στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
juntamente, junto, juntos, juntas, conjuntamente, conjunto

μαζί στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zusammen, gemeinsam, nebst, miteinander, mit, per, entsprechen, zugleich, sowie

μαζί στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
en, pour, malgré, à, dans, ensemble, concurremment, avec, connexion, chez, moyennant, par, ainsi, ainsi que, conjointement, en même temps

μαζί στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
di, assieme, insieme, unitamente, presso, con, nonché, contemporaneamente

μαζί στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
junto, juntamente, bruxa, com, juntos, em conjunto, conjunto

μαζί στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegelijk, tezamen, samen, aaneen, ineen, met, bijeen, bij elkaar, elkaar, samen te

μαζί στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вместе, вдвоем, с, разом, непрерывно, воедино, заодно, ото, касательно, от, вдвоём, в, сообща, одновременно, итого, из, совместно, а, наряду

μαζί στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sammen, med, av, sammen for, samlet, samt

μαζί στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hos, ihop, med, tillsammans, samman, samt, varandra

μαζί στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhteen, ohella, yhdistettynä, luona, yhdessä, myötä, seurassa, yhteistuumin, kanssa, mukaan, messiin, sekä, yhteistyötä, toisiinsa

μαζί στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hos, tilsammen, med, sammen, samt, samlet, samarbejde

μαζί στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spolu, společně, pospolu, přes, na, najednou, dohromady, současně, jak, jak pro

μαζί στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
z, wespół, wspólnie, pospołu, u, mimo, łącznie, ze, przy, razem, wraz, sobą

μαζί στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együtt, szüntelenül, közösen, össze, együttesen, összerakni

μαζί στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bile, birlikte, bilen, beraber, araya, bir araya, arada

μαζί στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зачарування, вдвох, разом, підряд, удвох

μαζί στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkë, me, së bashku, bashku, se bashku, bashkërisht

μαζί στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заедно, съвместно, както

μαζί στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ораны, са, разам

μαζί στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokku, koos, koostööd, üheskoos, ühiselt

μαζί στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skupa, zajedno, kraj, uz, zajednički, za, ujedno, protiv, pomoću

μαζί στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjá, með, ásamt, saman, við, dansa, að dansa, lengur, lengur saman

μαζί στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
una, simul, pariter, cum

μαζί στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartu, drauge, bei, taip, taip pat

μαζί στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ar, kopā, kā, kopīgi, kā arī

μαζί στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заедно, заеднички, заедно за

μαζί στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cu, împreună, impreuna, precum, alături

μαζί στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
s, spolu, z, se, skupaj, ter

μαζί στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spolu, dokopy, u, so, dohromady, s, spoločne

Στατιστικά δημοτικότητας: μαζί

Τυχαίες λέξεις