Dwójnasób στα ελληνικά

Μετάφραση: dwójnasób, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς
Dwójnasób στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dwójkowo-ósemkowy στα ελληνικά - δυαδικό, δυαδικά, δυαδικώς, δυαδικών, δυαδική
  • dwójkowy στα ελληνικά - δυαδικός, δυαδικό, δυαδική, δυαδικά, δυαδικών, δυαδικές
  • dwójnóg στα ελληνικά - δίποδα, bipod, δίποδας, δίποδο, και δίποδα
  • dwójłomność στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
Τυχαίες λέξεις
Dwójnasób στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, σωσίας, διπλασιάζω, διπλάσια, διπλά, διπλής, διπλή, διττώς