Λέξη: σπαστός

Σχετικές λέξεις: σπαστός

σπαστόσ καφέσ

Μεταφράσεις: σπαστός

σπαστός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wavy, break, Detaching, Spasta, Spasmata

σπαστός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rotura, pausa, interrupción, romper, descanso

σπαστός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wellig, Pause, Bruch, Break

σπαστός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ondulé, ondé, ondulant, ondulatoire, onduleux, pause, rupture, break, interruption, repos

σπαστός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ondulato, pausa, rottura, interruzione, vacanza, sosta

σπαστός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pausa, ruptura, intervalo, quebra de, a tua escapadela de

σπαστός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breuk, onderbreking, breken, pauze, vakantie

σπαστός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
волнистый, волнообразный, перерыв, разрыв, прорыв, пауза, обрыв

σπαστός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
break, pause, ferie, ferier og weekendturer, avbrekk

σπαστός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
paus, rast, avbrott, break, brytning

σπαστός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aaltoileva, tauko, tauon, break, taukoa, loman

σπαστός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pause, break, brud, pausen, bryde

σπαστός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vlnitý, přestávka, zlomu, přerušení, zlom, rozpínací

σπαστός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wężykowy, falisty, wężykowaty, przerwa, złamać, złamanie, przerwanie, rozbicie

σπαστός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szünet, szünetet, törés, kis szünetet, szünetben

σπαστός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mola, ara, bir mola, kırılma, ara vermek

σπαστός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвиля, перерву, перерва

σπαστός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pushim, break, ndërprerje, pushim të, pushim i

σπαστός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почивка, скъсване, пауза, прекъсване, пробив

σπαστός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перапынак

σπαστός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
triivvrakk, paus, vaheaeg, murda, pausi, vaheaega

σπαστός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
valovit, pauza, prekid, prijelom, pauze, odmor

σπαστός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brjóta, Break, brot, brjótast, hlé

σπαστός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pertrauka, Break, pertraukos, pertraukėlė, pertrauką

σπαστός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārtraukums, pauze, pārtraukumu, break, pārrāvums

σπαστός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пауза, одмор, паузата, прекин, скрши

σπαστός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pauză, pauza, break, break de, pauză de

σπαστός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odmor, prelom, odmor za, prekinitev, odmorov

σπαστός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlnitý, prestávka, prestávku, prestávky
Τυχαίες λέξεις