Dwór στα ελληνικά
Μετάφραση: dwór, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέγαρο, δικαστήριο, προαύλιο, αυλή, ερωτοτροπώ, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dwójnóg στα ελληνικά - δίποδα, bipod, δίποδας, δίποδο, και δίποδα
- dwójłomność στα ελληνικά - διπλοδιαθλαστικότητα, διδιαθλαστικότητα, διπλή διάθλαση, δισδιαθλαστικότης, δισδιάθλασις
- dwórka στα ελληνικά - υπηρέτης
- dybel στα ελληνικά - συνδετικό καρφί, πείρο, διασυνδετικού πείρου, διασυνδετικό πείρο, διασυνδετικός πείρος
Τυχαίες λέξεις
Dwór στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέγαρο, δικαστήριο, προαύλιο, αυλή, ερωτοτροπώ, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Μεταφράσεις: μέγαρο, δικαστήριο, προαύλιο, αυλή, ερωτοτροπώ, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική