Dychać στα ελληνικά

Μετάφραση: dychać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
Dychać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dychawica στα ελληνικά - άσθμα, άσθματος, το άσθμα, του άσθματος
  • dychawiczny στα ελληνικά - ασθματικός, ασθματικών, ασθματική, ασθματικά, ασθματικούς
  • dychotomia στα ελληνικά - διχοτόμηση, διχοτομία, διχοτόμησης, διχοτομίας, η διχοτομία
  • dychotomiczny στα ελληνικά - διχασμένος, διχοτομική, διχοτομικής, διχοτομικού, διχοτομικό
Τυχαίες λέξεις
Dychać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει