Ekstrapolować στα ελληνικά

Μετάφραση: ekstrapolować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυνήθιστος, προεκτείνουν, παρέκταση, γίνει παρέκταση, την παρέκταση, παρεκτείνει
Ekstrapolować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekstranet στα ελληνικά - Extranet, εξωδίκτυο, υπερενδοδίκτυο, εξωδικτύου, του Extranet
  • ekstrapolacja στα ελληνικά - παρέκταση, προβολή, προέκταση, παρέκτασης, παρεκβολή
  • ekstrawagancja στα ελληνικά - φιέστα, υπερβολή, σπατάλη, υπερβολής, extravagance, υπερβολές
  • ekstrawagancki στα ελληνικά - πολυδάπανος, εκκεντρικός, απλοχέρης, υπερβολικός, εξωφρενικές, υπερβολικές, υπερβολικό
Τυχαίες λέξεις
Ekstrapolować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυνήθιστος, προεκτείνουν, παρέκταση, γίνει παρέκταση, την παρέκταση, παρεκτείνει