Forsować στα ελληνικά
Μετάφραση: forsować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνω, βία, ενισχύω, σπρώχνω, δύναμη, εξαναγκάζω, ανεβάζω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- forsiasty στα ελληνικά - πολυχρήματος, πλούσιος, πλουσίων, των πλουσίων, πολυχρήματος με
- forsowanie στα ελληνικά - τεντώνω, ζόρι, διηθώ, στραμπουλίζω, ένταση, γένος, τάση, ...
- forsowny στα ελληνικά - εντατικός, επιτακτικός, επίπονος, έντονος, ισχυρός, ισχυρή, δυναμική, ...
- forsycja στα ελληνικά - θάμνος με κίτρινα φυλλοειδή άνθη, Forsythia, Φορσύθια
Τυχαίες λέξεις
Forsować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνω, βία, ενισχύω, σπρώχνω, δύναμη, εξαναγκάζω, ανεβάζω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
Μεταφράσεις: αυξάνω, βία, ενισχύω, σπρώχνω, δύναμη, εξαναγκάζω, ανεβάζω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης