Λέξη: πρωτοτυπία
Σχετικές λέξεις: πρωτοτυπία
πρωτοτυπία έρευνας, πρωτοτυπία διδακτορικής διατριβής, πρωτοτυπία στα αγγλικά, πρωτοτυπία συνώνυμα, πρωτοτυπία συνώνυμο, πρωτοτυπία translation
Μεταφράσεις: πρωτοτυπία
πρωτοτυπία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
originality, originality of, novelty, the originality
πρωτοτυπία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
originalidad, la originalidad, de originalidad, originalidad de, su originalidad
πρωτοτυπία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
originalität, Originalität, Ursprünglichkeit, die Originalität, Originalitäts, Eigenständigkeit
πρωτοτυπία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
authenticité, originalité, l'originalité, d'originalité, son originalité
πρωτοτυπία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
originalità, l'originalità, dell'originalità, di originalità, all'originalità
πρωτοτυπία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
originalidade, a originalidade, originality
πρωτοτυπία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oorspronkelijkheid, originaliteit, originele, origineel, de originaliteit
πρωτοτυπία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
своеобразие, подлинность, свежесть, новизна, оригинальность, первобытность, самобытность, уникальность, оригинальности, оригинальностью
πρωτοτυπία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
originalitet, originaliteten, originale, orginalitet
πρωτοτυπία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
originalitet, originaliteten, originality, origin, originella
πρωτοτυπία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkuperäisyys, omaperäisyys, omaperäisyyttä, omaperäisyyden, omaperäinen, alkuperäisyyttä
πρωτοτυπία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
originalitet, originaliteten, originale, original
πρωτοτυπία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
originalita, původnost, originalitu, originality, původnosti
πρωτοτυπία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
osobliwość, oryginalność, oryginalności, oryginalnością
πρωτοτυπία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredetiség, eredetisége, eredetiségét, az eredetiség, eredeti
πρωτοτυπία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
özgünlük, özgünlüğü, orijinallik, orijinalliği, orjinallik
πρωτοτυπία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оригінальність, оригінальності
πρωτοτυπία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
origjinalitet, origjinalitetin, origjinaliteti, origjinalitetin e, origjinalitet të
πρωτοτυπία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оригиналност, оригиналността, самобитност, оригинални
πρωτοτυπία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыгінальнасць, арыгінальнасьць
πρωτοτυπία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
originaalsus, originaalsust, omapära, originaalsuse, originaalsusega
πρωτοτυπία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvornost, originalnost, izvornosti, originalnosti, autohtonost
πρωτοτυπία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frumleika, frumleiki, frumlegheit, frumleikinn, frumleiki sá
πρωτοτυπία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
originalumas, originalumą, originalumu, originalumo, savitumas
πρωτοτυπία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
oriģinalitāte, oriģinalitāti, oriģinalitātes, savdabība, savdabību
πρωτοτυπία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оригиналноста, оригиналност
πρωτοτυπία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
originalitate, originalitatea, originalității, de originalitate, originalitatii
πρωτοτυπία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izvirnost, originalnost, izvirnosti, izvirnostjo, originalnosti
πρωτοτυπία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
originalita, originálnosť, originalitu, originálny
Τυχαίες λέξεις