Λέξη: πρωτοβουλία
Σχετικές λέξεις: πρωτοβουλία
πρωτοβουλία των 58, πρωτοβουλία για τα δικαιώματα των κρατουμένων, πρωτοβουλία για την πάτρα, πρωτοβουλία για την καλαμαριά, πρωτοβουλία για το παιδί, πρωτοβουλία ενεργών πολιτών λέσβου, πρωτοβουλία μπουτάρης, πρωτοβουλία κατοίκων καισαριανής, πρωτοβουλία για τη χίο, πρωτοβουλία για τη θεσσαλονίκη 2014
Μεταφράσεις: πρωτοβουλία
πρωτοβουλία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
initiative, the initiative, initiative of
πρωτοβουλία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iniciativa, iniciativa de, la iniciativa, iniciativas
πρωτοβουλία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigeninitiative, initiative, unternehmungsgeist, Initiative, Initiativ
πρωτοβουλία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rudimentaire, élémentaire, initiative, initial, l'initiative, initiative de, projet
πρωτοβουλία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
iniziativa, dell'iniziativa, un'iniziativa, all'iniziativa, l'iniziativa
πρωτοβουλία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iniciativa, iniciativa de, a iniciativa, iniciativas
πρωτοβουλία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
initiatief, initiatief van, het initiatief, initiatieven
πρωτοβουλία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самодеятельность, предприимчивость, начинание, инициатива, почин, инициативы, инициативу, инициативой, инициативе
πρωτοβουλία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
initiativ, tiltak, initiativet, initiativ til, initiativ for
πρωτοβουλία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
initiativet, initiativ
πρωτοβουλία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aloite, aloitekyky, yritteliäisyys, aloitteen, aloitteesta, aloitteestaan, aloitetta
πρωτοβουλία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
initiativ, initiativet, initiativ til
πρωτοβουλία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
počáteční, iniciativa, popud, iniciativy, iniciativu, podnět, iniciativou
πρωτοβουλία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inicjatywność, rzutkość, inicjatywa, inicjatywy, inicjatywą, inicjatywę, z inicjatywy
πρωτοβουλία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kezdemény, kezdeményezés, kezdeményezésére, kezdeményezést, kezdeményezésű, kezdeményezését
πρωτοβουλία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
girişim, girişimi, inisiyatif, girişimin, inisiyatifi
πρωτοβουλία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вступ, заклад, ініціація, інституцію, засновування, ініціатива, ініціативу
πρωτοβουλία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nismë, iniciativë, Iniciativa, Nisma, iniciativë e
πρωτοβουλία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инициатива, инициативата, инициатива на, инициатива за
πρωτοβουλία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ініцыятыва
πρωτοβουλία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
algatus, algatusel, algatuse, algatust, algatusega
πρωτοβουλία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inicijativu, inicijativa, inicijative, inicijativi, je inicijativa
πρωτοβουλία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frumkvæði, átaksverkefni, framtak, frumkvæðið, frumkvæði að
πρωτοβουλία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iniciatyva, iniciatyvą, iniciatyvos, iniciatyvai
πρωτοβουλία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ierosme, iniciatīva, iniciatīvu, iniciatīvas, iniciatīvai
πρωτοβουλία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иницијатива, иницијативата, иницијатива на, иницијатива за, иницијативата на
πρωτοβουλία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iniţiativă, inițiativă, inițiativa, initiativa, inițiative, inițiativei
πρωτοβουλία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
iniciativa, pobuda, pobudo, pobude, pobudi
πρωτοβουλία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
iniciatíva, iniciatívy, iniciatívu, iniciatíve, iniciatívou
Στατιστικά δημοτικότητας: πρωτοβουλία
Τυχαίες λέξεις