Gorliwość στα ελληνικά

Μετάφραση: gorliwość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζήλος, προσήλωση, προθυμία, λαύρα, θάρρος, ζεστασιά, ευσέβεια, πάθος, αφιέρωση, ζήλο, ζήλου, το ζήλο, μεράκι
Gorliwość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gorliwie στα ελληνικά - ένθερμα, με ζέση, σοβαρά, ειλικρινά, ζήλο
  • gorliwiec στα ελληνικά - ζηλωτής, ζηλωτή, ζηλωτές, φανατικός, ζηλωτικής
  • gorliwy στα ελληνικά - ενδιαφερόμενος, ζεστός, πιστός, πρόθυμος, επίπονος, εργατικός, ενθουσιώδης, ...
  • gors στα ελληνικά - κορσάζ, στήθος, επιστήθιος, αγκαλιά, κόλπους, κόρφο
Τυχαίες λέξεις
Gorliwość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζήλος, προσήλωση, προθυμία, λαύρα, θάρρος, ζεστασιά, ευσέβεια, πάθος, αφιέρωση, ζήλο, ζήλου, το ζήλο, μεράκι