Hańbić στα ελληνικά
Μετάφραση: hańbić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσμένεια, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hańba στα ελληνικά - όνειδος, επίπληξη, ντροπή, ταπείνωση, κρίμα, δυσμένεια, αίσχος, ...
- hańbienie στα ελληνικά - δυσμένεια, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
- heban στα ελληνικά - εβένινος, έβενος, έβενο, ebony, από έβενο, εβένου
- hebanowy στα ελληνικά - εβένινος, έβενος, έβενο, ebony, από έβενο, εβένου
Τυχαίες λέξεις
Hańbić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
Μεταφράσεις: δυσμένεια, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν