Inicjatywa στα ελληνικά
Μετάφραση: inicjatywa, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόταση, πρωτοβουλία, δεσμός, γνέφω, υπόθεση, κίνηση, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inicjalizować στα ελληνικά - προετοιμαστεί, η προετοιμασία, προετοιμάσει, αρχικοποίηση, αρχικοποιήσετε
- inicjator στα ελληνικά - εφευρέτης, εκκινητή, εμπνευστής, ενάρξεως, εκκινητής, εναρκτήρα
- inicjatywność στα ελληνικά - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
- inicjał στα ελληνικά - αρχικά, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
Τυχαίες λέξεις
Inicjatywa στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόταση, πρωτοβουλία, δεσμός, γνέφω, υπόθεση, κίνηση, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
Μεταφράσεις: πρόταση, πρωτοβουλία, δεσμός, γνέφω, υπόθεση, κίνηση, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για