Λέξη: χαζεύω
Σχετικές λέξεις: χαζεύω
αντύπας χαζεύω, χαζεύω συνώνυμα, χαζεύω μετάφραση
Συνώνυμα: χαζεύω
κοπροσκυλιάζω, χασομερώ, τεμπελιάζω, παραληρώ, μωρολογώ
Μεταφράσεις: χαζεύω
χαζεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loiter, dawdle, maunder, moon, loaf
χαζεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
roncear, vagar, holgazanear, dawdle, perder el tiempo, despistes
χαζεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trödeln, dawdle, bummeln, plempern, herumtrödeln
χαζεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lambiner, musarder, flâner, lanterner
χαζεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gingillare, bighellonare, gingillarsi, dawdle
χαζεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ociosidade, dawdle, demore, mandriar, perder o tempo
χαζεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
treuzelen, treuzel, leuteren, gebeuzel, talmen
χαζεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
слоняться, медлить, отставать, валандаться, копаться, мешкать, бездельничать
χαζεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slentre, dawdle, somle
χαζεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dawdle, slå dank
χαζεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maleksia, norkoilla, vitkastella, dawdle, nuhjata, kuhnailla, vetelehtiä
χαζεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dawdle
χαζεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otálet, lelkovat, loudat se
χαζεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szwendać, łazikować, zamarudzić, marudzić, mitrężyć, wałęsać, bałaganić, mazgaić się, guzdrać się
χαζεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cselleng, időt veszteget
χαζεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aylaklık etmek, sallanmak, boşa geçirmek, ağır davranmak, aylaklık
χαζεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
соня, байдикувати, ледарювати, байдикуватимуть, бездельничать, байдикуватиме
χαζεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hallavitem, rri duarkryq, vras kohën
χαζεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туткам се, шляя се, пипкам се
χαζεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гультаяваць, лайдачыць
χαζεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
logelema, jokutama, looderdama, aega viitma, Kuhnailla
χαζεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lutati, dangubiti, traćiti vrijeme, besposličar, besposličariti, traćiti
χαζεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dawdle
χαζεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išglebėlis, dykinėti, krapštytis, maklinėti, Kvernēt
χαζεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kvernēt, slaistīties, slaists
χαζεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
туткам, пипкам
χαζεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
moși, moșmoli, lenevi, irosi timpul, mocoși
χαζεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Besposličar
χαζεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lelkovat, neponáhľať, neponáhľať sa
Τυχαίες λέξεις