Εξουσιοδότηση στα αγγλικά

Μετάφραση: εξουσιοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commission, authorization, warranty, delegation, delegated, authorized
Εξουσιοδότηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: εξουσιοδότηση

fiat
  • διάταγμα
  • εξουσιοδότηση
warrant
  • ένταλμα
  • εγγύηση
  • εξουσιοδότηση
warranty
  • εγγύηση
  • εξουσιοδότηση
delegation
  • αντιπροσωπεία
  • αποστολή
  • επιτροπή
  • εξουσιοδότηση
authorization
  • εξουσιοδότηση

Σχετικές λέξεις: εξουσιοδότηση

εξουσιοδότηση έντυπο, εξουσιοδότηση δεη, εξουσιοδότηση δικηγόρου, εξουσιοδότηση word, εξουσιοδότηση για ποινικό, εξουσιοδότηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, εξουσιοδότηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά - invest, am authorized, I am authorized
  • εξουσιοδοτώ στα αγγλικά - empower, accredit, authorize, entitle, depute, delegate
  • εξοχή στα αγγλικά - country, countryside, country side, the countryside, Mountain
  • εξτρεμιστής στα αγγλικά - extremist, an extremist
Τυχαίες λέξεις
Εξουσιοδότηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: commission, authorization, warranty, delegation, delegated, authorized