Inkasować στα ελληνικά

Μετάφραση: inkasować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, συλλέγω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Inkasować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inkaso στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • inkasowanie στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • inklinacja στα ελληνικά - τάση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
  • inklinometr στα ελληνικά - κλινόμετρο, κλύσεως, κλισιομέτρου, αποκλισιομέτρων, εγκλισιόμετρο
Τυχαίες λέξεις
Inkasować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, εξαργυρώνω, χρήματα, συλλέγω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή