Λέξη: κτητικός

Σχετικές λέξεις: κτητικός

πτητικός ορισμός, κτητικός τι σημαινει, κτητικός λεξικό

Μεταφράσεις: κτητικός

κτητικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
acquisitive, possessive, possessive of

κτητικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
posesivo, posesiva, posesivos, posesivas

κτητικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besitzergreifend, possessiv, eifersüchtig, besitzergreif

κτητικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cupide, rapace, avide, possessif, possessive, possessifs, possessives, de possession

κτητικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
possessivo, possessiva, possessivi, possessive

κτητικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
possessivo, possessiva, possessivos, possessivas

κτητικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezittelijk, bezittelijk voornaamwoord, bezitterig, bezittelijke, bezitterige

κτητικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
восприимчивый, корыстный, корыстолюбивый, стяжательский, собственнический, притяжательные, притяжательное, притяжательный, собственник

κτητικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eiendomspronomen, possessive, posses, eiertrang, besettende

κτητικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
possessiva, possessiv, possessivt, ägande, efter besittning

κτητικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omistushaluinen, possessive, mustasukkainen, omistusmuodossa, possessiivinen

κτητικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rethaverisk, besiddende, omklamrende, besidderisk, possessive

κτητικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hrabivý, zištný, nenasytný, přivlastňovací, majetnický, majetnická, přivlastňovací tvar, přivlastňovacího

κτητικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pazerny, zachłanny, zaborczy, dopełniacz, zaborcza, possessive, dzierżawczy

κτητικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
birtokos, birtokló, possessive, birtokolni, a birtokos

κτητικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iyelik, sahiplenici, sahiplik, possessive, hükmetme

κτητικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сприйнятливий, корисливий, власницький, собственнический

κτητικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pronor, posesiv, posesive, posedimit, zotërues

κτητικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
притежателен, властен, собственически, собственическо, притежателно

κτητικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Патэнтаваная, уласніцкімі, уласніцкіх, ўласнасці

κτητικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teadmishimuline, ahne, omanikuinstinktiga, omastav, omandikesksed, Omastava, Omastavad

κτητικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posesivan, posesivni, posvojni, posesivna, posvojna

κτητικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
yfirgangsamir

κτητικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savininkiškas, savybinio, savybinis, egoistinis, savininkiški

κτητικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piederošs, Piederības

κτητικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посесивни, посесивен, посесивна, присвојни, присвојната

κτητικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
posesiv, posesivă, posesivi, posesiva, de posesiv

κτητικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posesivni, posesiven, posesivna, Posvojni, svojino

κτητικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
privlastňovacie, privlastňovací
Τυχαίες λέξεις