Λέξη: μαμά
Σχετικές λέξεις: μαμά
μαμά τόνι φράνκα ράμε ομάδα πείρα(γ)μα, μαμά δεν τρώω πράσινα, μαμά μην κλαις θα τα λέμε στο skype, μαμά θα κάνω μπάντα, μαμά μαθαίνω dvd, μαμά γερνάω, μαμά φρικιό, μαμμα μια σεφερλης, μαμά κότα, μαμά πεινάω
Συνώνυμα: μαμά
σιωπή, μητέρα, μητερούλα, μαύρη παραμάνα, μούμια
Μεταφράσεις: μαμά
μαμά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mummy, mum, mama, mom, mother
μαμά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mamaíta, momia, mamá, madre, la mamá, mamá del
μαμά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mama, chrysantheme, mutti, still, mumie, mami, Mama, Mutti, mamma, Mutter
μαμά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
doux, maman, calme, tranquille, momie, bas, silencieux, feutré, tacite, paisible, mère, la maman, mum, de maman
μαμά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mamma, mummia, madre, mum, la mamma
μαμά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mãezinha, mãe, mamã, mum, a mamã, mamã do
μαμά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mamma, mama, mummie, mammie, moeder, mum, het Mamma van
μαμά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мамаша, мумия, мамочка, мама, молчаливый, маме, мамой, мамы, маму
μαμά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mum, mamma, moren, mor
μαμά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mumie, mamma, mom, mum, matte, mamman
μαμά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muumio, äiti, äänetön, vaieta, mum, äidin, äitinsä, äidille
μαμά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mumie, mum, mor
μαμά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mlčící, máma, mamka, mumie, tichý, mami, maminka, MUM, matka
μαμά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mama, mamunia, niemy, cichy, mumia, mamusia, mum, mamą, mamo
μαμά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mami, múmia, anyu, mama, anyukája, Mum, mális
μαμά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mumya, anne, MUM, annem, listed separately MANıFEST, listed separately MUM
μαμά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатоокий, пантоміма, мама, мати, мамо
μαμά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mama, mami, nëna, mama e, krizantemë
μαμά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мумия, мама, майка, майката, на майка, майка си
μαμά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мама, маці
μαμά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muumia, emme, ema, mum, emale
μαμά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mumija, balzamirati, mamica, pst!, ćutljiv, mama, majka, je mama, mum, mama je
μαμά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mamma, mömmu, móðir, mamman
μαμά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mumija, tylus, ramiai, mama, mum
μαμά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mūmija, klusējošs, mamma, mammu, mālajai, mammai
μαμά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мама, мајка, мајка ми, мајката
μαμά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mumie, mămică, mama, mamei, mum, pe mama
μαμά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
máma, mum, mama, mamica, mami, mati
μαμά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
maminka, mamička, mama, matka, mamka
Στατιστικά δημοτικότητας: μαμά
Τυχαίες λέξεις