Irygować στα ελληνικά

Μετάφραση: irygować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρδεύω, ποτίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Irygować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • irygacyjny στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
  • irygator στα ελληνικά - ποτίζων, irrigator, καταιο, καταιονιστής, καταιονιστή
  • irys στα ελληνικά - ίρις, καραμέλα, ίριδας, ίριδα, της ίριδας, διαφράγματος
  • irytacja στα ελληνικά - φτιάχνω, ενόχληση, ερεθισμός, ερεθισμό, ερεθισμού, ερεθισμό του, τον ερεθισμό
Τυχαίες λέξεις
Irygować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρδεύω, ποτίζω, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει