Λέξη: ψυχικό
Σχετικές λέξεις: ψυχικό
ψυχικό bar, ψυχικό σθένος, ψυχικό εκλογές 2014, ψυχικό μπάσκετ, ψυχικό εκλογές, ψυχικό burger, ψυχικό σερρών, ψυχικό καβάλα, ψυχικό καφέ, ψυχικό χάρτης, νέο ψυχικό, albion, albion ψυχικό
Μεταφράσεις: ψυχικό
ψυχικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
charity, psychic, psychological, mental, soul, psychical
ψυχικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caridad, beneficencia, psíquico, psíquica, psíquicas, psíquicos, médium
ψυχικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mildtätigkeit, mitleid, wohltätigkeit, nächstenliebe, gnadenbrot, psychisch, seelisch, Psychic, psychischen, psychische
ψυχικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clémence, charité, altruisme, bienfaisance, psychique, Psychic, psychiques, médium
ψυχικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
psichico, Psychic, psichica, Psico, psichici
ψυχικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
psíquico, psíquica, Psychic, psíquicos, psíquicas
ψυχικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naastenliefde, menslievendheid, psychisch, psychische, Psychic, paranormale, helderziende
ψυχικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благотворительность, призрение, благотворитель, милосердие, милостыня, психический, Психическая, Psychic, Психическое
ψυχικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
synsk, Psychic, psykisk, psykiske, synske
ψυχικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barmhärtighet, välgörenhet, Psychic, psykiska, psykisk, psykiskt, själs
ψυχικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
armolahja, psyykkinen, Psychic, Psyykkiset, meedio, paranormaali
ψυχικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Psychic, Psykisk, psykiske, synsk, synske
ψυχικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
shovívavost, almužna, dobročinnost, milodar, duševní, psychický, Psychic, psychické, Jasnovidce
ψυχικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miłosierdzie, wyrozumiałość, charytatywność, dobroczynność, datek, miłość, filantropia, psychiczny, medium, Psychic, psychiczne, psychiczna
ψυχικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alamizsna, pszichikai, Psychic, pszichés, lelki, pszichikus
ψυχικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
psişik, Medyum, Psychic, ruhsal, psişik bir
ψυχικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
добродійність, благодійність, благодійництво, психічний, психологічний, Психический
ψυχικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëmoshë, psikik, psikike, Psychic, psiqike, psikike të
ψυχικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
милостиня, психически, Ясновидство, Психическата, Psychic, медиум
ψυχικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
псіхічны, Псіхічна, псіхалагічны, псыхічны
ψυχικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
heategevus, ligimesearmastus, selgeltnägija, Psychic, psüühilise, psüühiline, Meedio
ψυχικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
psihički, psihička, Psyche, Psychic, vidovnjak
ψυχικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Psychic, skyggn, skyggnum, skyggnar, líkamleg
ψυχικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išmalda, labdara, psichinis, Psychic, telepatija, psichikos, aiškiaregis
ψυχικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
psihisks, psihiska, psihisko, Psychic, psihiskās
ψυχικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
психичките, психичката, психички, видовит, психичка
ψυχικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
binefacere, psihic, Psychic, medium, psihică, psihice
ψυχικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Psychic, psihično, jasnovidka, psihična, jasnoviden
ψυχικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
charita, duševné, duševný, duševnej, duševnú, duševná
Στατιστικά δημοτικότητας: ψυχικό
Τυχαίες λέξεις