Jadło στα ελληνικά

Μετάφραση: jadło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφή, φαγητό, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Jadło στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • jadowitość στα ελληνικά - καταφορά, τοξικότητα, μολυσματικότηταε, λοιμικότητας, λοιμοτοξικότητα, λοιμογόνο δύναμη
  • jadowity στα ελληνικά - φαρμακερός, δηλητηριώδης, δηλητηριώδες, δηλητηριώδη, δηλητηριωδών, δηλητηριώδους
  • jadłodajnia στα ελληνικά - ταβέρνα, οινομαγειρείου, οινομαγειρίο, οινομαγειρείο
  • jadłospis στα ελληνικά - νεφρίτης, μενού, το μενού, menu, του μενού, μενού του
Τυχαίες λέξεις
Jadło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφή, φαγητό, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων