Jednoczyć στα ελληνικά

Μετάφραση: jednoczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοπάδι, εμπεδώνω, ενοποιώ, συγχωνεύω, ενώνω, συσχετίζω, αγέλη, συνέταιρος, συνενώνω, εδραιώνω, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Jednoczyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezmięsny στα ελληνικά - χορτοφάγος, νηστίσιμα, meatless, χωρίς κρέας, χορτοφαγικής, χωρίς καθόλου κρέας
  • chowany στα ελληνικά - ανασυρόμενη, αναδιπλούμενη, εισελκόμενη, ανασυρόμενο, ανασυρόμενος
  • dalba στα ελληνικά - δελφίνι, Dalba
  • fitoplankton στα ελληνικά - φυτοπλαγκτόν, φυτοπλαγκτού, το φυτοπλαγκτόν, του φυτοπλαγκτού, του φυτοπλαγκτόν
Τυχαίες λέξεις
Jednoczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοπάδι, εμπεδώνω, ενοποιώ, συγχωνεύω, ενώνω, συσχετίζω, αγέλη, συνέταιρος, συνενώνω, εδραιώνω, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν