Λέξη: φαρμακερός
Συνώνυμα: φαρμακερός
δηλητηριώδης, εχιδνοειδής, έχιδνης, τοξικός, μοχθηρός
Μεταφράσεις: φαρμακερός
φαρμακερός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
virulent, venomed, viperine, venomous
φαρμακερός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
virulento, venomed
φαρμακερός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
virulent, giftig, venomed
φαρμακερός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
venimeux, virulent, vénéneux, malin, toxique, venomed
φαρμακερός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
virulento, velenoso, venomed
φαρμακερός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
giftig, venomed
φαρμακερός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестокий, страшный, опасный, злобный, ядовитый, отравляющий, вирулентный, враждебный, venomed
φαρμακερός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ondartet, bitter, venomed
φαρμακερός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
giftig, venomed
φαρμακερός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tappava, myrkyllinen, venomed
φαρμακερός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zhoubný, virulentní, jedovatý, prudký, venomed
φαρμακερός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wirulentny, jadowity, zły, złośliwy, zjadliwy, venomed
φαρμακερός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
virulens, venomed
φαρμακερός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zehirli, venomed
φαρμακερός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
отруйність, venomed
φαρμακερός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
helmues, venomed
φαρμακερός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nakatamisvõimeline, venomed
φαρμακερός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zarazan, zloban, otrovan, venomed
φαρμακερός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
venomed
φαρμακερός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prudký, jedovatý, venomed