Justować στα ελληνικά
Μετάφραση: justować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθυγραμμίζω, δικαιολογία, δικαιολογώ, αφορμή, συγχωρώ, δικαιώνω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artysta στα ελληνικά - καλλιτέχνης, τεχνίτης, καλλιτέχνη, τον καλλιτέχνη, καλλιτεχνών, του καλλιτέχνη
- barszcz στα ελληνικά - μπορς, borscht, μπορστ
- dezerter στα ελληνικά - λιποτάκτης, λιποτάκτη, αποστάτη, deserter, λιποτάκτη που
- insynuować στα ελληνικά - χώνομαι, υπονοώ, υπαινιγμός, υποδηλώνω, νύξη, υπαινίσσομαι, υπαινιχθεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Justować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθυγραμμίζω, δικαιολογία, δικαιολογώ, αφορμή, συγχωρώ, δικαιώνω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε
Μεταφράσεις: ευθυγραμμίζω, δικαιολογία, δικαιολογώ, αφορμή, συγχωρώ, δικαιώνω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε