Klasyfikować στα ελληνικά
Μετάφραση: klasyfikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπάγω, ομάδα, τακτοποιώ, συναναστρέφομαι, σύμπλεγμα, συγκρότημα, τάξη, όμιλος, τύπος, κλάση, ταξινομώ, ξεδιαλέγω, είδος, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apostrof στα ελληνικά - αποστροφή, απόστροφος, απόστροφο, αποστρόφου, την απόστροφο
- brawura στα ελληνικά - παλικαρισμός, τόλμημα, ραντίζω, αποκοτιά, τόλμη, τρέχω, συντρίβω, ...
- drewnienie στα ελληνικά - ξυλεία, ξυλείας, ξύλο, ξύλου, της ξυλείας
- frank στα ελληνικά - φράγκο, φράγκου, φράγκα, του φράγκου, franc
Τυχαίες λέξεις
Klasyfikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπάγω, ομάδα, τακτοποιώ, συναναστρέφομαι, σύμπλεγμα, συγκρότημα, τάξη, όμιλος, τύπος, κλάση, ταξινομώ, ξεδιαλέγω, είδος, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί
Μεταφράσεις: υπάγω, ομάδα, τακτοποιώ, συναναστρέφομαι, σύμπλεγμα, συγκρότημα, τάξη, όμιλος, τύπος, κλάση, ταξινομώ, ξεδιαλέγω, είδος, ταξινόμηση, ταξινομούν, κατατάσσουν, κατατάξει, ταξινομεί