Kompetentny στα ελληνικά
Μετάφραση: kompetentny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, επαρκής, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- analogia στα ελληνικά - ανθολογία, αναλογία, αναλογίαν
- cetan στα ελληνικά - κετανίου, κετανίων, του κετανίου, δεκαεξανίων, κετάνια
- doprosić στα ελληνικά - ζητούν, ζητήσει, να ζητούν, υποκίνηση, επιδίωξη
- fakultet στα ελληνικά - διεύθυνση, σχολή, ΔΕΠ, σχολής, ικανότητα, διδασκόντων
Τυχαίες λέξεις
Kompetentny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, επαρκής, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
Μεταφράσεις: ικανός, επαρκής, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο