Λέξη: ακόρεστος

Σχετικές λέξεις: ακόρεστος

ακόρεστος αγγλικά, ακόρεστος συνώνυμο

Συνώνυμα: ακόρεστος

αχόρταγος, άπληστος

Μεταφράσεις: ακόρεστος

ακόρεστος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
voracious, insatiable, unsaturated, an unsaturated, unsaturation

ακόρεστος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tragón, ávido, voraz, insaciable, insaciables, insaciable de, la insaciable

ακόρεστος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefräßig, unersättlich, unersättlichen, unersättliche, unstillbaren, unstillbare

ακόρεστος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
goulu, glouton, vorace, avide, insatiable, insatiables, insatiable de

ακόρεστος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vorace, avido, insaziabile, insaziabili

ακόρεστος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
insaciável, insaciáveis, insatiable

ακόρεστος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onverzadelijk, onverzadigbare, onverzadigbaar, onstilbare, insatiable

ακόρεστος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прожорливый, ненасытный, ненасытная, ненасытной, ненасытное, ненасытным

ακόρεστος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grådig, umettelig, umettelige, insatiable

ακόρεστος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glupsk, omättlig, omättliga, omättligt, insatiable

ακόρεστος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ahnas, kyltymätön, insatiable, kyltymättömän, kyltymätöntä, kyltymättömät

ακόρεστος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
umættelig, umættelige, umætteligt, insatiable

ακόρεστος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hltavý, nenasytný, dychtivý, žravý, neukojitelná, nenasytná, neukojitelný, nenasytné

ακόρεστος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
żarłoczny, nienasycony, nienasycona, insatiable, nienasycone, niezaspokojona

ακόρεστος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
telhetetlen, kielégíthetetlen, csillapíthatatlan, insatiable, olthatatlan

ακόρεστος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doyumsuz, doymak bilmez, insatiable, doymak bilmeyen, doyumsuz bir

ακόρεστος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чаклунство, ненаситний, ненажерливий, ненаситна, невситимий

ακόρεστος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pangopur, pangopur, pashuar, i pashuar, e pangopur

ακόρεστος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неутолим, ненаситен, ненаситна, ненаситната, ненаситно

ακόρεστος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ненаедны, ненасытны, ненасытна, ненасытный, нясытая

ακόρεστος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nõiutud, täitmatu, rahuldamatu, rahuldamatut, täitmatut, küllastamatu

ακόρεστος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
proždrljiv, nezasit, nezasitan, nezasitna, nezasitni, nezasitne

ακόρεστος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
insatiable

ακόρεστος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepasotinamas, insatiable, nepasotinama, besotis, godus

ακόρεστος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
negausīgs, nepiesātināms, neremdināmo, nepiesātināma, nesātīgs

ακόρεστος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ненаситна, незаситна, ненаситни, ненаситната, незаситната

ακόρεστος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
insațiabil, insațiabilă, nesățioasă, nesățios, nepotolit

ακόρεστος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nenasiten, nenasitna, insatiable, nepotešljivi, nenasitno

ακόρεστος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dychtivý, pažravý, nenásytný, chamtivých, nenásytným
Τυχαίες λέξεις