Λέξη: ενάγων

Σχετικές λέξεις: ενάγων

ενάγων κλίση, ενάγων λεξικό, ενάγων ορισμός, πολιτικώς ενάγων, ενάγων αγγλικά, ο ενάγων, ενάγων εναγόμενος, ενάγων και εναγομενος

Συνώνυμα: ενάγων

μνηστήρ, μνηστίρας, εραστής, κατήγορος

Μεταφράσεις: ενάγων

ενάγων στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plaintiff, complainant, applicant, claimant, applicant has

ενάγων στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
demandante, actor, actora, parte demandante, querellante

ενάγων στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
klägerin, kläger, Kläger, Klägerin, Klägers

ενάγων στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
demandeur, plaignant, demanderesse, requérant, le demandeur

ενάγων στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attore, querelante, ricorrente, attrice, dell'attore

ενάγων στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
queixoso, querelante, demandante, requerente, autor

ενάγων στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eiser, aanklager, verzoekster, verzoeker, klager

ενάγων στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истец, истица, истца, истцом, истцу

ενάγων στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
saksøker, saksøkeren, saksøkers

ενάγων στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
käranden, kärande, klaganden, käran, klagande

ενάγων στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kantaja, asianomistaja, kantajan, kantajana, kantajalla, kantajalle

ενάγων στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sagsøger, sagsøgeren, sagsoegeren, sagsøgerens, klageren

ενάγων στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
navrhovatel, žalobce, žalobkyně, žalující, žalobci

ενάγων στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powód, oskarżyciel, powódka, powoda, powodem, skarżący

ενάγων στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sértett, felperes, felperesnek, panaszos, felperese, felperest

ενάγων στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
davacı, davacının

ενάγων στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стогін, плач, нарікання, позивач

ενάγων στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paditës, paditësi, paditësja, paditësit, paditëse

ενάγων στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ищец, ищеца, ищецът, ищцата

ενάγων στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пазоўнік, ісцец, зыскоўца, істца, пазоўніца

ενάγων στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hageja, hagejal, hagejale, hagejat, tsiviilhageja

ενάγων στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tužitelj, tužiteljica, tužitelja, tužitelju, tužitelj je

ενάγων στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stefnandi, stefnanda, sóknaraðili, kærandi

ενάγων στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ieškovas, ieškovui, ieškovė, ieškovo

ενάγων στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prasītājs, prasītājam, prasītāja

ενάγων στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тужителот, тужител, тужителката, подносителот, жалителот

ενάγων στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reclamant, reclamantului, reclamantul, de reclamant, reclamantă

ενάγων στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tožnik, tožnik je, tožeča stranka, tožnika, pritožnik

ενάγων στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
žalobca, žalobcu, navrhovateľ, navrhovateľa, žalobcov
Τυχαίες λέξεις